- καταδιωκτικός
- -ή, -ό (Α καταδιωκτικός, -ή, -όν)νεοελλ.1. αυτός που αναφέρεται στην καταδίωξη ή στον οποίο έχει ανατεθεί καταδίωξη («καταδιωκτικό απόσπασμα»)2. το ουδ. ως ουσ. το καταδιωκτικόστρατιωτικό αεροπλάνο ή ταχύπλοο σκάφος προορισμένο για καταδίωξηαρχ.εκείνος που αναγκάζει κάποιον να απομακρυνθεί («ὀσμὴν καταδιωκτικήν»).[ΕΤΥΜΟΛ. < καταδιώκω. Ως προσδιοριστικό τής σημ. «αεροπλάνο», απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. chasseur].
Dictionary of Greek. 2013.